Στις
18 Ιανουαρίου του 1984, ημέρα των 69χρονων γενεθλίων του έφυγε από την ζωή, ο
τελευταίος «Αρχοντορεμπέτης»
«Συννεφιασμένη
Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά Χριστέ και Παναγιά μου
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή που ‘χασα την χαρά μου
συννεφιασμένη Κυριακή, ματώνεις την καρδιά μου
Όταν σε βλέπω βροχερή στιγμή δεν ησυχάζω
μαύρη μου κάνεις την ζωή, και βαριαναστενάζω…»
που έχει πάντα συννεφιά Χριστέ και Παναγιά μου
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή που ‘χασα την χαρά μου
συννεφιασμένη Κυριακή, ματώνεις την καρδιά μου
Όταν σε βλέπω βροχερή στιγμή δεν ησυχάζω
μαύρη μου κάνεις την ζωή, και βαριαναστενάζω…»
Ο
Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1918. Από μικρή
ηλικία θα δείξει το ενδιαφέρον του στην μουσική και όταν θα χάσει τον πατέρα
του γύρω στα έντεκά του χρόνια, θα αναγκαστεί για να συνεισφέρει στο
οικογενειακό εισόδημα, να γυρνά στα μαγαζιά της πόλης παίζοντας μαντολίνο. Τελειώνοντας
το Γυμνάσιο, το φθινόπωρο του 1936, μετά από επιθυμία της μητέρας του
κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Νομική Σχολή. Θα τον κερδίσει όμως
η μουσική καθώς είναι αυτό που πραγματικά τον ενδιαφέρει. Είναι ήδη δεξιοτέχνης
στο μπουζούκι, εντυπωσιάζοντας όσους τον ακούν, όταν παίζει στα κέντρα, κατ’
αρχάς στα «Μπιζέλια» και μετά στο «Κουκλάκι»
Σε ένα από αυτά θα τον ακούσει ο τραγουδιστής Δ. Περδικόπουλος, που θα τον πάει στην ODEON, για να ηχογραφήσει (γραμμοφωνίσει σωστότερα) το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε», με τραγουδίστρια την Γεωργία Μηττάκη και λίγο αργότερα το «Να γιατί γυρνώ μεσ’ στην Αθήνα», όπου τραγουδάει ο Μάρκος Βαμβακάρης. Και ακολουθεί η «θρυλική» Αρχόντισσα» που θα σφραγίσει την προπολεμική περίοδο του τραγουδιού μας οδηγώντας στην μετάβαση από το ρεμπέτικο στο λαϊκό.
Σε ένα από αυτά θα τον ακούσει ο τραγουδιστής Δ. Περδικόπουλος, που θα τον πάει στην ODEON, για να ηχογραφήσει (γραμμοφωνίσει σωστότερα) το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε», με τραγουδίστρια την Γεωργία Μηττάκη και λίγο αργότερα το «Να γιατί γυρνώ μεσ’ στην Αθήνα», όπου τραγουδάει ο Μάρκος Βαμβακάρης. Και ακολουθεί η «θρυλική» Αρχόντισσα» που θα σφραγίσει την προπολεμική περίοδο του τραγουδιού μας οδηγώντας στην μετάβαση από το ρεμπέτικο στο λαϊκό.
«Κουράστηκα
για να σε αποκτήσω αρχόντισσά μου, μάγισσα τρελή,
σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα παρηγοριά ζητούσα ο δόλιος στην ζωή.
Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει και ξέχασαν τα πάντα στην ζωή,
Μπροστά στα αρχοντικά σου τα στολίδια, σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και ρωμιοί.
Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια τα ζήλεψα,
τα έκλαψα πολύ φαντάστηκα, σκεπτόμουνα παλάτια,
μα συ με γέμισες μαρτύρια στην ζωή….»
σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα παρηγοριά ζητούσα ο δόλιος στην ζωή.
Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει και ξέχασαν τα πάντα στην ζωή,
Μπροστά στα αρχοντικά σου τα στολίδια, σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και ρωμιοί.
Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια τα ζήλεψα,
τα έκλαψα πολύ φαντάστηκα, σκεπτόμουνα παλάτια,
μα συ με γέμισες μαρτύρια στην ζωή….»
Κατά
την διάρκεια της κατοχής έμεινε στην Θεσσαλονίκη, όπου και έγραψε μερικά από τα
καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογράφησε μετά από την λήξη του πολέμου,
«Αχάριστη», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Νύχτες μαγικές», «Όταν
συμβεί στα πέριξ», «Στην Καλαμπάκα μια φορά», «Απόψε κάνεις μπαμ» και αμέτρητα
άλλα τραγούδια που αποτελούν τον καθρέπτη της ελληνικής μουσικής. Από το 1946
εγκαθίσταται στην Αθήνα και αρχίζει να ηχογραφεί, στην Columbia πλέον, που
μόλις έχει ανοίξει. Δίπλα του οι γνωστοί τραγουδιστές Σωτηρία Μπέλλου, Μαρίκα
Νίνου, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Στελλάκης Περπινιάδης, με τραγούδια «Γεννήθηκα για
να πονώ», «Καβουράκια», «Τρελός τσιγγάνος», «Σεράχ», «Ζαϊρα», «Περιπλανώμενη
ζωή», «Είμαστε αλάνια», «Πήρα την στράτα κι έρχομαι» κ ά Η δεκαετία του ’60,
και μετέπειτα τον βρίσκει στην πλήρη άνθηση της καλλιτεχνικής του καριέρας. Θα
συνεργαστεί και με τους νεότερους τραγουδιστές Στέλιο Καζαντζίδη, Γρηγόρη
Μπιθικώτση, Πάνο Γαβαλά, Μανόλη Αγγελόπουλο, Καίτη Γκρέϋ, Χαρούλα Λαμπράκη,
Σταμάτη Κόκοτα, «Ίσως αύριο», «Τα ξένα χέρια», «Τα λιμάνια», «Κορίτσι μου όλα
για σένα», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Κάποιο αλάνι», «Της γερακίνας γιος»,
«Δηλητήριο στην φλέβα»
«Είμαστε
αλάνια διαλεκτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα
Τι τα θες, τι τα θες πάντα έτσι είν’ η ζωή,
θα γελάς και θα κλαις βράδυ και πρωί…»
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα
Τι τα θες, τι τα θες πάντα έτσι είν’ η ζωή,
θα γελάς και θα κλαις βράδυ και πρωί…»
Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως και το μαγαζί που εμφανιζόταν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο δίσκος περιλαμβάνει πολλά από τα κλασσικά τραγούδια του, αλλά και σχεδιάσματα με το μπουζούκι του. Το 1985 ο δίσκος αυτός παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας, Charles Gross στην Γαλλία, όμως ο κύριος δημιουργός του έχει φύγει για πάντα από την ζωή σε ηλικία μόλις 69 ετών, την ημέρα μάλιστα των γενεθλίων του.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης μέσα από το αδιαμφισβήτητο μεγαλείο της μελωδίας αλλά και των στίχων των τραγουδιών του, αποτέλεσε τον συνθετικό κρίκο μεταξύ του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Πηγή: Kleiditousol.blogspot.com Συντάκτης: Χάρης Κόντος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου