Συνολικές προβολές σελίδας
Κυριακή 25 Ιουλίου 2010
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, επτανήσιος επικός ποιητής
Γεννήθηκε στην Λευκάδα το 1824 και μεγάλωσε τον καιρό που βροντούσαν ακόμα τα κανόνια της επανάστασης του’21. Περνώντας από την Λευκάδα στην Κέρκυρα κι από κει ταξίδευσε στην Γενεύη, στο Παρίσι και τελικά στην Πίζα όπου ολοκλήρωσε και τις σπουδές του παίρνοντας το πτυχίο της Νομικής.
Η ποίηση όμως τον τραβούσε περισσότερο από τα νομικά. Έγραψε επικά και λυρικά ποιήματα, που διαπνέονται από πατριδολατρία και λεβεντιά και γι αυτό χαρακτηριστικά τον ονομάζουν ποιητή του αρματολισμού. Έργα του: «Η κυρά Φροσύνη», «Θανάσης Βάγιας», «Αθανάσιος Διάκος», «Ο Δήμος και το καριοφίλι του», «Αστραπόγιαννος» «Φωτεινός», «Σαμουήλ», «Αγράμπελη», «Ο βράχος και το κύμα», «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄», «Μνημόσυνα», «Η φυγή» κ.ά.
Παράλληλα με την ποίηση επιδόθηκε και στην πολιτική. Υπήρξε βουλευτής της Ιονίου Πολιτείας, για επτά ολόκληρα χρόνια, αγωνιζόμενος για τα δικαιώματα των Ιόνιων Νησιών. Μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, οι συμπατριώτες του τον ψήφιζαν συνέχεια βουλευτή, στο ελληνικό κοινοβούλιο. Οι αγορεύσεις του είχαν μείνει αξέχαστες, λόγω της ρητορικής του δεινότητας, αλλά και της ποιητικής χροιάς που τους έδινε. Το 1868 παραιτήθηκε και αποτραβήχτηκε από την ενεργό πολιτική. Μέχρι όμως το τέλος της ζωής του, αφοσιώθηκε στην υπόθεση της απελευθέρωση της Ηπείρου
Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 24 Ιουλίου 1879, στο νησάκι Μαδουρή, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ὁ Ἀστραπόγιαννος
[ἀπόσπασμα]
Βαρειὰ σπαράζει φοβερὴ στὸ χέρι τοῦ Λαμπέτη
Ἡ κάρα τ᾿ Ἀστραπόγιαννου. Τὸ μάτι ἀνταριασμένο
Τοῦ σκοτωμένου τρεῖς φορὲς ἀνεβοκατεβαίνει
Καὶ βασιλεύει σκοτεινό. Στὸ μέτωπό του ἡ νύχτα
Ἄλλο σημάδι ὀπίσω της παρὰ στ᾿ ἀχνὸ τὸ στόμα,
Σὰ μίαν ἀκτίδα φεγγαριοῦ στὸ μάρμαρο τοῦ τάφου,
Ἕνα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένο
Στοῦ γέροντα τ᾿ ἀρματολοῦ τὰ κάτασπρα τὰ γένεια.
Σπρώχνει στὴ θήκη κόκκινο τὸ γιαταγάνι ὁ κλέφτης,
Κι ἁρπάζει τὸ δισάκκι του! Στὴ μιὰ μεριὰ φορτώνει
Τὸ κρίθινό του τὸ ψωμί, στὴν ἄλλη ματωμένο
Τὸ λείψανό του τ᾿ ἀκριβό. Τὸ δάχτυλό του βάφει
Στὸ αἷμα, π᾿ ἄφριζε στὴ γῆ, σταυρώνει τὸ κουφάρι
Καὶ χάνεται στὴ λαγκαδιά... Καπνὸς ὁ πεζοδρόμος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου