Συνολικές προβολές σελίδας
Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011
ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ
Το άλα .. που φώναζε, με μπάσα μάγκικη φωνή θα τον χαρακτηρίσει σαν ένα λαϊκό μπουζουξή και μετέπειτα λαϊκό συνθέτη και θα δώσει το χρώμα και την χροιά των γλετζέδικων, χορευτικών και ανεβαστικών κομματιών του.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στην Αθήνα, με καταγωγή από την Κύθνο, στις 25 Ιανουαρίου του 1925 και ήταν το τέταρτο από τα εφτά παιδιά του Μιχάλη και της Μαρίκας Ζαμπέτα, που έμεναν στον Αι-Γιώργη στην Ακαδημία Πλάτωνος. Εκεί στην οδό Ναυπλίου, πήγε στο δημοτικό και από τα επτά του σχεδόν χρόνια αρχίζει η σχέση του με την μουσική, καθώς κερδίζει σ’ ένα μουσικό σχολικό διαγωνισμό.
Αργότερα στην οδό Λένορμαν, σ’ ένα μπαρμπέρικο που είχε ο πατέρας του, γρατσουνάει το μπουζούκι του προσπαθώντας να κάνει το ντέρτι του επάγγελμα για ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Η γνωριμία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1938, είναι και το έναυσμα. Από το 1950 αρχίζει να παίζει επαγγελματικά στο Δάσος Χαϊδαρίου. Σιγά-σιγά άρχισε να φτιάχνει ένα όνομα αρχικά σαν σολίστας και από το 1952 και σαν συνθέτης, με πρώτο τραγούδι το «Σαν σήμερα» σε στίχους Χαρ. Βασιλειάδη.
Το 1960 θα τον καλέσει ο Μάνος Χατζιδάκις να σολάρει στα «Παιδιά του Πειραιά» στην ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» με την Μελίνα Μερκούρη.
Την επόμενη χρονιά η ταινία θα προβληθεί στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου ο Γιώργος Ζαμπέτας παίζει μπουζούκι, ξετρελαίνοντας τους ξένους.
Ο Μάνος Χατζιδάκις θα εμπιστευτεί το μπουζούκι του και σε άλλες συνθέσεις του, όπως «Τοπ Καπί», «Πασχαλιές μέσα από την νεκρή γη», «Οδό ονείρων»
Ο Ζαμπέτας θα εμφανιστεί σε μια εποχή που το μπουζούκι παιζόταν βασικά από τον Μανώλη Χιώτη σαν ένα λαϊκό, αλλά σοβαρό όργανο. Το μπουζούκι στα χέρια του παίρνει άλλη διάσταση, γίνεται χορός, γίνεται τραγούδι, γίνεται ελληνικό λαϊκό γλέντι, δημιουργώντας την σχολή του Γιώργου Ζαμπέτα, στο λαϊκό τραγούδι.
Κι αν ο Μανώλης Χιώτης έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας το έκανε γνωστό σ’ όλο τον κόσμο.
Δεν θα καθιερωθεί όμως μόνο ως δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, αλλά και ως λαϊκός συνθέτης με βασική ερμηνεύτρια την Βίκυ Μοσχολιού, με την οποία γνωρίζεται όταν εκείνος έπαιζε μπουζούκι στην ταινία «Λόλα» κι εκείνη ερμήνευε το «Χάθηκε το φεγγάρι». Μαζί της θα κάνει και τις μεγαλύτερες επιτυχίες του «Πάει-πάει», «Τα δειλινά», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ», «Αλήτης», «Ξημερώματα» κ ά.
Κι άλλες όμως ερμηνεύτριες θα βγάλει ο Ζαμπέτας, την Μπέμπα Μπλανς που το 1964 θα την βάλει στην δισκογραφία με το τραγούδι «Μιας πεντάρας νιάτα», «Έναν αετό αγάπησα», την Δούκισσα που ενώ έχει βγει μερικά χρόνια πριν, θα καθιερωθεί με το τραγούδι του «Που πας χωρίς αγάπη». Θα συνεργαστεί ακόμα με την Μαρινέλα με τα τραγούδια «Τι να φταίει», «Σταλιά-σταλιά», την Ελένη Ροδά «Ο φουκαράς», «Βουρκωμένη Δευτέρα», «Το ανθρωπάκι», την Μανταλένα «Γειά σου φίλε», «Στο παγερό ξημέρωμα», κ ά.
Τραγούδια του θα πουν ακόμη ο Στ. Κόκοτας, ο Γιαν. Πουλόπουλος, Ο Δημ. Παπαμιχαήλ, Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Μ. Καναρίδης, Π. Αναγνωστάκης κ ά.
Θα τραγουδάει και ο ίδιος τα τραγούδια του, με ένα ιδιότυπο τρόπο χιουμοριστικό και γλετζέδικο με χαρακτηριστικότερα «Ο πιο καλός ο μαθητής», «Που ‘σαι Θανάση», «Ο πενηντάρης», Ο Αράπης», «Μάλιστα κύριε» κ ά τα περισσότερα σε στίχους του μόνιμου σχεδόν συνεργάτη και φίλου του Χαράλαμπου Βασιλειάδη.
Εκτός από την δισκογραφία, θα εμφανιστεί σε πολλά κέντρα, μεταξύ των οποίων, «Η Τριάνα του Χειλά», «Κουλουριώτης», «Κήπος του Αλλάχ», «Ξημερώματα», «Βλάχος» . Όπου εμφανίζεται θα κάνει ένα εντελώς δικό του χαβαλετζίδικο σόου και έτσι πολλοί εκτός από τα τραγούδια του, πηγαίνουν για ν’ ακούσουν τις περίφημες ατάκες του, όπως το «άλα…» κάτι ανάμεσα σε μάγκικο επιφώνημα και σε έκφραση για τσακίρ κέφι, ή το «Αιγάλεω Σίτι», όπως αποκαλούσε την περιοχή που έμενε από το 1940, «η βρόχα έπιπτε σι-θρου», τα ανέκδοτα και τα αποφθέγματά του.
Θα συμμετάσχει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και σε περισσότερες από 100 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, αποτελώντας την τραγουδιστική νότα, «Τα κόκκινα φανάρια», «Οδός ονείρων», «Είναι μεγάλος ο καημός», «Έκλαψα πικρά για σένα», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Λόλα», «Μιας πεντάρας νιάτα», «Τι 30, τι 40. τι 50», «Μερικοί το προτιμούν χακί», «Ο τζαναμπέτης».
Μετά από πολύμηνη ασθένεια θα φύγει στο νοσοκομείο Σωτηρία, στις 10 Μαρτίου του 1992, στα 67 του μόλις χρόνια, αφήνοντας φτωχότερη την ελληνική λαϊκή μουσική. Περίεργη σύμπτωση, ο γιος του Μιχάλης θα φύγει στις 10 Μαρτίου 2008.
Χάρης Κόντος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου