Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Διονύσιος Σολωμός

Γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1798. Η οικογένειά του είχε μεταναστεύσει το 17ο αιώνα  από την Κρήτη στην Ζάκυνθο. Ήταν γιος του κόντε  Νικολάου Σολωμού και μιας γυναίκας του λαού που δούλευε στο σπίτι του, της Αγγελικής Νίκλη.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, στα δέκα του χρόνια τον στέλνουν στην Ιταλία για να σπουδάσει. Τελειώνει τα εγκύκλια γράμματα στην Κρεμόνα και συνεχίζει στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Εκεί αρχίζει να γράφει και τα πρώτα του ποιήματα στην ιταλική γλώσσα και επηρεασμένα από τα ποιητικά ρεύματα της Δύσης. Γυρίζοντας στην Ζάκυνθο το 1818, γνωρίζεται με μια συντροφιά εκλεκτών ανθρώπων, που τον επηρεάζουν και αρχίζει και γράφει στα ελληνικά, με πρώτο ποίημα την «Ξανθούλα». Ακολουθούν «Ο θάνατος της ορφανής», «Ευρυκόμη»,  «Η σκιά του Ομήρου», «Η φαρμακωμένη», «Εις Μοναχήν», «Ερωφίλη», «Ο Κρητικός», «Επίγραμμα των Ψαρών», «Τον Πορφύρα», «Εις Μάρκον Μπότσαρη». Με την υπόκρουση από τους κανονιοβολισμούς στο Μεσολόγγι, έχοντας κλείσει «στο ιερό βήμα της ψυχής του» την Ελλάδα οραματίζεται την Θεά με το τρομερό σπαθί και συνθέτει μέσα σ’ ένα μήνα, τον Μάιο του ’23, τον «Ύμνο εις την Ελευθερία», που μελοποιημένος από τον φίλο του μουσουργό Νικόλαο Μάντζαρο, γίνεται αργότερα ο εθνικός μας ύμνος. Από το 1828 εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου και αρχίζει την μεγάλη του σύνθεση τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», ο ύμνος των αγωνιστών του Μεσολογγίου. Όσο κι αν έμεινε αποσπασματικό αποτελεί την πιο τέλεια ποιητική σύνθεση του, που ξαφνιάζει με την εξαίσια λάμψη του, το πυκνό του ύφος και τα  υψηλά του νοήματα. Στις 9 Φεβρουαρίου του 1857,  κλονισμένος από τις πολλές πίκρες και τις αρρώστιες, κλείνει τα μάτια του στην ζωή και περνά στην αθανασία.

Απόσπασμα  «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Β΄σχεδίασμα
«Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι' ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη
Και μες της λίμνης τα νερά, οπ' έφθασε μ' ασπούδα
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κ' εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι' όνειρο στην ομορφιά και χάρη
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρ
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
 «όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου