«Πατρίδα σαν τον ήλιο σου, ήλιος αλλού δεν λάμπει.
Α! πως στο φως σου λαχταρούν οι θάλασσες και οι κάμποι…»
Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1860 στην Ιθάκη, με καταγωγή από την Κέρκυρα, στην οποία πέρασε και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και πήρε την πρώτη του μόρφωση. Φοίτησε μόνο για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συνέχισε από το 1879 στην Γερμανία, όπου παρέμεινε 14 χρόνια, κάνοντας ευρύτερες εγκυκλοπαιδικές σπουδές. Το 1890 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Έργαγκεν της Βαυαρίας. Ήταν ακόμα ικανός συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων και πήρε μέρος σε πολλά τουρνουά σκακιού αποκτώντας διεθνή φήμη. Πολύ νέος ασχολήθηκε με την ποίηση και καλλιέργησε το λυρικό σονέτο. Δημοτικιστής και οπαδός της Σολομωνικής σχολής δημοσιεύει τα πρώτα του σονέτα στο περιοδικό «Τέχνη». Τα ποιήματά του διαπνέονται από κάποια μελαγχολία και απαισιοδοξία, είναι όμως γεμάτα φως και λαμπράδα, όταν εξυμνούν την Ελλάδα και τις φυσικές της καλλονές. Το έργο του μικρό ποσοτικά, αλλά αξιόλογο ποσοτικά αποτελείται από πρωτότυπα ποιήματα και αξιόλογες μεταφράσεις από την ξένη ποίηση και την λογοτεχνία. Από τα ποιήματά του πασίγνωστα είναι τα σονέτα «Λήθη», «Ελιά», «Πατρίδα», «Ευθανασία», «Μνήμη», «Καλλιπάτειρα» κ ά. Η εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα συμπίπτει με τις ουσιώδεις κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις στην νεότερη Ελλάδα, που τον επηρεάζουν τόσο στο ποιητικό του έργο, αφιερώνοντας το στην εξύμνηση της Ελλάδας, που την συνδέει άρρηκτα με την έννοια της ελευθερίας, όσο και στην προσωπική του ζωή. Φύση ορμητική και ενθουσιώδης, παίρνει μέρος στον πόλεμο του 1896 στην επαναστατημένη Κρήτη. Το 1910 εκλέγεται βουλευτής της Κέρκυρας με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελ. Βενιζέλου. Αποδεικνύοντας έμπρακτα την αγάπη του για την πατρίδα, πολεμάει στα ηπειρωτικά βουνά ως εθελοντής λοχαγός στο σώμα των Γαριβαλδινών. Το 1912 σε ηλικία μόλις 52 ετών, στις 28 Νοεμβρίου πέφτει μαχόμενος στο Δρίσκο των Ιωαννίνων.
Μνήμη
Το πνεύμα παραδόθηκε στην ύλη
φτωχή σοδειά οι στίχοι κι εφέτο.
Μαράθηκε στους κάμπους τ’ ασφοδίλι.
που τ’ κοβα να πλέξω ένα σονέτο…
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ’ αγέρι
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα
σαν νύφ ‘η γη, πόχει αμέτρητα άνθη προίκα,
λάμπες ενώ σβηέται της αυγής τ’ αστέρι…
Καλλιπάτειρα
Αρχόντισσα Ροδίτισσα πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία εδώθε.
-Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα, τρία αδέλφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκη…
Λήθη
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε την πίκρα της ζωής.
Όντας βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και αν ‘ναι…
Ελιά
Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ελιά που γέρνεις
με την λίγη πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει…
Φάληρο
Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα μόνη,
εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στην μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνει….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου