Δέκα εννιά χρόνια χωρίς τον δημιουργό του «Μεγάλου Ερωτικού»
Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη «την διατηρητέα όχι την φρικτή την μεταγενέστερη» και ήταν γιος του δικηγόρου Γιώργου Χατζιδάκι, από την Κρήτη και της Αλίκης Αρβανιτίδη από την Ανδριανούπολη. Από μικρός μαθαίνει πιάνο, ακορντεόν και βιολί. Θα συνεχίσει τα μαθήματα μουσικής στην Αθήνα δίπλα στον Μεν. Παλλάντιο, αποφεύγοντας τα Ωδεία που τον γλίτωσαν «να μοιάζει με μέλος του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου». Το 1932 μετά το διαζύγιο των δικών του μετακομίζουν με την μητέρα του στην Αθήνα, όπου φοιτά στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως ποτέ να πάρει πτυχίο. Γνωρίζεται με τους Νίκο Γκάτσο, Άγγελο Σικελιανό, Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Τσαρούχη. Ο θάνατος του πατέρα του το 1938 σε αεροπορικό δυστύχημα, τον αναγκάζει καθ’ όλη την διάρκεια της κατοχής να δουλέψει, ως εργάτης στο εργοστάσιο του ΦΙΞ, ως υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, αλλά ακόμα και ως νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο για να συντηρηθούν οικονομικά. Η πρώτη του δουλειά σαν συνθέτης είναι στο Θέατρο Τέχνης στον «Τελευταίο ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολομού. Το 1946 επενδύει μουσικά την ταινία «Αδούλωτους σκλάβους», στην οποία κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο η Έλλη Λαμπέτη. Ακολουθούν μουσικές για περισσότερες από ογδόντα ελληνικές και ξένες ταινίες. «Το κλωτσοσκούφι», «Η Αλίκη στο ναυτικό», “Top kapi” κ ά. Από το 1950 έως το 1959 συνεργάζεται με την Κοτοπούλη, «Ορέστεια», «Εκκλησιάζουσες», «Μήδεια», «Χοηφόρες», «Όρνιθες», τον Άγγελο Σικελιανό, στην τραγωδία του «Ιπποκράτης» ενώ αποτελεί ιδρυτικό στέλεχος του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλού Μάνου, «Μαρσύας», «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», «Το καταραμένο φίδι», «Ερημιά».
Το 1960 κερδίζει το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού «Για τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή», που πρωταγωνιστούσε η Μελίνα Μερκούρη. Την ίδια εποχή ανεβάζει «Όρνιθες» με τον Κουν και τον Τσαρούχη και την «Οδό ονείρων» με τον Δημήτρη Χορν. Δυο χρόνια αργότερα ιδρύει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών, όπου διευθύνει έργα Ελλήνων συνθετών. Την περίοδο 1966-74 βρίσκεται στην Αμερική. Γράφει μουσική για την ταινία «Αμέρικα-Αμέρικα» του Ηλία Καζάν, ηχογραφεί τον κύκλο τραγουδιών “Reflextions” και το πολυαγαπημένο του τραγούδι «Χαμόγελο της Τζοκόντα», συνθέτει την «Ρυθμολογία». Ανεβάζει ακόμα στο Μπροντγουέϊ το μιούζικαλ «Ίλια ντάρλινγκ» που αποτελεί την θεατρική εκδοχή της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και για το διάστημα 1975-82 διατελεί διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Τρίτου προγράμματος της ελληνικής ραδιοφωνίας. Οργανώνει τους «Μουσικούς Αγώνες στην Κέρκυρα» και τον «Μουσικό Αύγουστο» στα Ανώγεια της Κρήτης. Το 1985 ιδρύει την δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» και εκδίδει το μουσικό περιοδικό «Τέταρτο». Το 1989 ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Κύκνειο άσμα του το ‘93 η παρουσίαση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τον Μορίς Μπεζάρ του έργου «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς».
Εκτός όμως από την μουσική, ασχολείται με την συγγραφή «Μυθολογία» (1962), ), «Τα σχόλια του τρίτου» (1980) «Μυθολογία 2» (1982). Το 1949 η διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης για το ρεμπέτικο, αλλάζει τα μουσικά δρώμενα, απενοχοποιώντας το από «περιθωριακό». Στις 15 Ιουνίου του 1994 ο «γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός» Μάνος Χατζιδάκις πέρασε στην αθανασία, «σκορπώντας ως λαχειοπώλης, τα λαχεία του στους γαλαξίες και το άπειρο».
Πηγή: Kleiditousol.blogspot.com
Συντάκτης: Χάρης Κόντος
Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη «την διατηρητέα όχι την φρικτή την μεταγενέστερη» και ήταν γιος του δικηγόρου Γιώργου Χατζιδάκι, από την Κρήτη και της Αλίκης Αρβανιτίδη από την Ανδριανούπολη. Από μικρός μαθαίνει πιάνο, ακορντεόν και βιολί. Θα συνεχίσει τα μαθήματα μουσικής στην Αθήνα δίπλα στον Μεν. Παλλάντιο, αποφεύγοντας τα Ωδεία που τον γλίτωσαν «να μοιάζει με μέλος του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου». Το 1932 μετά το διαζύγιο των δικών του μετακομίζουν με την μητέρα του στην Αθήνα, όπου φοιτά στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως ποτέ να πάρει πτυχίο. Γνωρίζεται με τους Νίκο Γκάτσο, Άγγελο Σικελιανό, Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Τσαρούχη. Ο θάνατος του πατέρα του το 1938 σε αεροπορικό δυστύχημα, τον αναγκάζει καθ’ όλη την διάρκεια της κατοχής να δουλέψει, ως εργάτης στο εργοστάσιο του ΦΙΞ, ως υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, αλλά ακόμα και ως νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο για να συντηρηθούν οικονομικά. Η πρώτη του δουλειά σαν συνθέτης είναι στο Θέατρο Τέχνης στον «Τελευταίο ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολομού. Το 1946 επενδύει μουσικά την ταινία «Αδούλωτους σκλάβους», στην οποία κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο η Έλλη Λαμπέτη. Ακολουθούν μουσικές για περισσότερες από ογδόντα ελληνικές και ξένες ταινίες. «Το κλωτσοσκούφι», «Η Αλίκη στο ναυτικό», “Top kapi” κ ά. Από το 1950 έως το 1959 συνεργάζεται με την Κοτοπούλη, «Ορέστεια», «Εκκλησιάζουσες», «Μήδεια», «Χοηφόρες», «Όρνιθες», τον Άγγελο Σικελιανό, στην τραγωδία του «Ιπποκράτης» ενώ αποτελεί ιδρυτικό στέλεχος του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλού Μάνου, «Μαρσύας», «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», «Το καταραμένο φίδι», «Ερημιά».
Το 1960 κερδίζει το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού «Για τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή», που πρωταγωνιστούσε η Μελίνα Μερκούρη. Την ίδια εποχή ανεβάζει «Όρνιθες» με τον Κουν και τον Τσαρούχη και την «Οδό ονείρων» με τον Δημήτρη Χορν. Δυο χρόνια αργότερα ιδρύει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών, όπου διευθύνει έργα Ελλήνων συνθετών. Την περίοδο 1966-74 βρίσκεται στην Αμερική. Γράφει μουσική για την ταινία «Αμέρικα-Αμέρικα» του Ηλία Καζάν, ηχογραφεί τον κύκλο τραγουδιών “Reflextions” και το πολυαγαπημένο του τραγούδι «Χαμόγελο της Τζοκόντα», συνθέτει την «Ρυθμολογία». Ανεβάζει ακόμα στο Μπροντγουέϊ το μιούζικαλ «Ίλια ντάρλινγκ» που αποτελεί την θεατρική εκδοχή της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και για το διάστημα 1975-82 διατελεί διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Τρίτου προγράμματος της ελληνικής ραδιοφωνίας. Οργανώνει τους «Μουσικούς Αγώνες στην Κέρκυρα» και τον «Μουσικό Αύγουστο» στα Ανώγεια της Κρήτης. Το 1985 ιδρύει την δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» και εκδίδει το μουσικό περιοδικό «Τέταρτο». Το 1989 ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Κύκνειο άσμα του το ‘93 η παρουσίαση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τον Μορίς Μπεζάρ του έργου «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς».
Εκτός όμως από την μουσική, ασχολείται με την συγγραφή «Μυθολογία» (1962), ), «Τα σχόλια του τρίτου» (1980) «Μυθολογία 2» (1982). Το 1949 η διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης για το ρεμπέτικο, αλλάζει τα μουσικά δρώμενα, απενοχοποιώντας το από «περιθωριακό». Στις 15 Ιουνίου του 1994 ο «γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός» Μάνος Χατζιδάκις πέρασε στην αθανασία, «σκορπώντας ως λαχειοπώλης, τα λαχεία του στους γαλαξίες και το άπειρο».
Πηγή: Kleiditousol.blogspot.com
Συντάκτης: Χάρης Κόντος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου