Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Αθανάσιος Διάκος

Ο Αθανάσιος Μασαβέτας όπως ήταν το πραγματικό του όνομα καταγόταν από την Αρτοτίνα Παρνασσίδος. Από τα 12 του χρόνια τον έκλεισαν στο μοναστήρι του Αϊ Γιάννη του Προδρόμου, όπου πήρε το όνομα Άνθιμος και έγινε διάκος. Έτσι κράτησε τον ιερατικό του βαθμό σαν επίθετο. Επειδή σκότωσε ένα Τούρκο που τον προκάλεσε, έβγαλε για πάντα τα ράσα και ανέβηκε στο βουνό και έγινε πρωτοπαλίκαρο του αρματολού Γούλα Σκαλτσά. Κατόπιν μπήκε στην υπηρεσία του Αλή Πασά και μετά την μύησή του στην Φιλική Εταιρεία το 1818, πήγε στον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Την 1η Απριλίου του 1821 κυρίευσε το φρούριο της Λιβαδειάς αφού λίγες πριν είχε κηρύξει την επανάσταση στο Μοναστήρι του Οσίου Λουκά.Με τους άλλους οπλαρχηγούς Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, προχώρησαν προς την Άμφισσα για να ξεκαθαρίσουν την Αν. Στερεά. Εκεί πληροφορήθηκαν την άφιξη των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ, με μεγάλη στρατιά που όδευαν προς την Πελοπόννησο. Οχυρώθηκαν τότε στην γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχιού) κοντά στις Θερμοπύλες για να τους αντιμετωπίσουν. Η επίθεση άρχισε στις 22 Απριλίου. Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς υποχώρησαν, ο Διάκος όμως πολεμώντας υπεράνθρωπα, χωρίς καθόλου να μετακινηθεί, έχασε τους αγωνιστές του, τραυματίστηκε βαριά και πιάστηκε αιχμάλωτος. Όταν τον πήγαν στην Λαμία ο Βρυώνης του πρότεινε να αλλαξοπιστήσει. Εκείνος όμως αρνήθηκε και οδηγήθηκε στον θάνατο με φρικτό τρόπο. Τον σούβλισαν και τον έκαψαν ζωντανό. Η παράδοση λέει ότι την στιγμή που τον οδηγούσαν στο μαρτύριό του είπε το συμβολικό δίστιχο: «Για ‘δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζ’ η γη χορτάρι». Πάνω στο δίστιχο αυτό ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης έγραψε ένα εμπνευσμένο ποίημα, με τίτλο «Διάκος».

Μέρα του Απρίλη,
πράσινο λάμπος
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.

Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.

Εκελαδούσαν
πουλιά πετώντας
όλο πιο πάνω.

Τ’ άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;».

Όμως κι η λαϊκή μούσα ύμνησε το ηρωικό κατόρθωμα του Αθανασίου Διάκου

Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου», φώναξε. «Παιδιά, μη φοβηθείτε,
σταθείτ’ ανδρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
Τρία γιουρούσια νέκαμαν, τα τρία αράδα, αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοκτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια.

…Και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;».
«Πάτε κ’ εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε.
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου