Η Έφη Μπέμπο, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1910 στην Καλλίπολη της Αν. Θράκης. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1921 και σε ηλικία μόλις 10-11 ετών, η ίδια και η οικογένειά της θα εγκατασταθούν στον Βόλο.
Μετά την «ανακάλυψη» της από κάποιο ιμπρεσάριο, για κάποιο διάστημα τραγουδά στο ζαχαροπλαστείο Αστόρια Β΄ στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Ακολούθως κατεβαίνει την Αθήνα, όπου τον Οκτώβριο του 1933 συμμετέχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933» στο θέατρο «Κεντρικόν».
Αν και δεν έχει μουσική παιδεία, η μουσικότητα της βαθιάς γεμάτης πάθος φωνής της, η καθαρότητα της άρθρωσης, αλλά και οι υποκριτικές της ικανότητες, χαράσσουν νέους δρόμους στο τραγούδι, ενθουσιάζοντας το κοινό για 45 ολόκληρα χρόνια. Οι μεγαλύτεροι συνθέτες της εποχής θα της γράψουν μελωδίες, γεμάτες έμπνευση και πρωτοτυπία που γίνονται αμέσως επιτυχίες. «Όμορφη τσιγγάνα», «Συγνώμη σου ζητώ», «Κάποιο μυστικό», Χειμώνας», «Μη ζητάς φιλιά», «Η ψαροπούλα», «Ζεχρά», «Η θεία μου η Αμερσούδα», «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά», «Γύρισε», «Στην Λάρισα βγαίνει ο Αυγερινός», «Η ψαροπούλα».
Εκτός της από την δισκογραφία και το θέατρο θα συμμετάσχει και σε της ταινίες, αρχής γινομένης το 1938 με την «Προσφυγοπούλα». Αξέχαστη είναι της και στην «Στέλλα» όταν σαν ανοιχτόκαρδη και λεβέντισσα ταβερνιάρισσα τραγουδά «Ο μήνας έχει 13» του Μάνου Χατζιδάκι. Αλλά και αργότερα στον διπλό ρόλο της κυρίας Τζένης και της Σοφίας Βέμπο, στην ταινία «Στουρνάρα 288».
Με την κήρυξη του πολέμου τραγουδάει σατυρικά και πολεμικά τραγούδια, «Βάζει ο Ντούτσε την στολή του», «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», « Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός», «Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου», «Της χωρίζει ο πόλεμος», «Η γαλανή της χώρα», «Κοροΐδο Μουσολίνι». Πολεμικά τραγούδια ειπώθηκαν πολλά εκείνη την εποχή, μονάχα η Βέμπο με τα τραγούδια της και την φωνή της θα γίνει η μούσα των στρατιωτών που τους εμψυχώνει και τους ενθαρρύνει, η μάνα και η αδελφή των γυναικών που έχουν μείνει πίσω και τους παρηγορεί, «η τραγουδίστρια της νίκης» που βάζει φτερά σ’ έναν ολόκληρο λαό για να πολεμήσει και να νικήσει τον κατακτητή. Το 1950 θα αποκτήσει την δική της θεατρική στέγη, όνειρο πολλών χρόνων, το θέατρο Βέμπο, όπου θα ξεκινήσει θριαμβευτικά με το έργο των Τραϊφόρου-Γιαννακόπουλου «Βίρα της άγκυρες» με την ίδια να τραγουδάει «Την ταμπακέρα». Αμέτρητες οι επιτυχίες θα ακολουθήσουν: «Να με παίρνανε τα σύννεφα», «Μίλα της και μην της αγαπάς», «Ο άνθρωπός μου», «Χαράμι», «Χαστούκι», «Ομόνοια Πλάς», «Χωριό μου, χωριουδάκι μου», «Αγκαλιά εγώ κι εσύ», «Αθήνα και πάλι Αθήνα», «Εγώ θα σ’ αγαπώ»», «Θα σε ξυπνήσω με φιλιά», «Λόντρα, Παρίσι..»
Τον Οκτώβριο του 1957 και μετά από έναν θυελλώδη δεσμό που ήδη μετρούσε 19 χρόνια θα παντρευτεί με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, δημιουργό στιχουργικά των μεγαλύτερων επιτυχιών της.
Η Σοφία Βέμπο σταματάει της εμφανίσεις της στο θέατρο της αρχές της δεκαετίας του ’70 αποσυρόμενη στο διαμέρισμά της στην οδό Στουρνάρη. Στο διαμέρισμα αυτό καθώς βρίσκεται κοντά στο Πολυτεχνείο, θα βρουν καταφύγιο πάνω από είκοσι παιδιά κατά την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο.
Στις 11 Μαρτίου του 1978 σε ηλικία 68 χρονών θα περάσει στην ιστορία. Μια λαοθάλασσα κόσμου με τα μάτια δακρυσμένα που σιγοτραγουδάει «Παιδιά, της Ελλάδος Παιδιά» θα συνοδεύσει το φέρετρο με την γαλανόλευκη στην τελευταία της κατοικία, που αναγράφει πάνω της στίχους του συντρόφου της Μίμη Τραϊφόρου.
«Σοφία μου αλύγιστη, η δόξα σου είναι τόση,
που δεν μπορεί, δε γίνεται πιο πάνω να ψηλώσει!
Κι η ψυχή σου ανέβηκε, τόσο ψηλά από το σώμα,
που είσαι Σοφία μου ουρανός, δεν είσαι πλέον χώμα.
Μετά την «ανακάλυψη» της από κάποιο ιμπρεσάριο, για κάποιο διάστημα τραγουδά στο ζαχαροπλαστείο Αστόρια Β΄ στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Ακολούθως κατεβαίνει την Αθήνα, όπου τον Οκτώβριο του 1933 συμμετέχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933» στο θέατρο «Κεντρικόν».
Αν και δεν έχει μουσική παιδεία, η μουσικότητα της βαθιάς γεμάτης πάθος φωνής της, η καθαρότητα της άρθρωσης, αλλά και οι υποκριτικές της ικανότητες, χαράσσουν νέους δρόμους στο τραγούδι, ενθουσιάζοντας το κοινό για 45 ολόκληρα χρόνια. Οι μεγαλύτεροι συνθέτες της εποχής θα της γράψουν μελωδίες, γεμάτες έμπνευση και πρωτοτυπία που γίνονται αμέσως επιτυχίες. «Όμορφη τσιγγάνα», «Συγνώμη σου ζητώ», «Κάποιο μυστικό», Χειμώνας», «Μη ζητάς φιλιά», «Η ψαροπούλα», «Ζεχρά», «Η θεία μου η Αμερσούδα», «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά», «Γύρισε», «Στην Λάρισα βγαίνει ο Αυγερινός», «Η ψαροπούλα».
Εκτός της από την δισκογραφία και το θέατρο θα συμμετάσχει και σε της ταινίες, αρχής γινομένης το 1938 με την «Προσφυγοπούλα». Αξέχαστη είναι της και στην «Στέλλα» όταν σαν ανοιχτόκαρδη και λεβέντισσα ταβερνιάρισσα τραγουδά «Ο μήνας έχει 13» του Μάνου Χατζιδάκι. Αλλά και αργότερα στον διπλό ρόλο της κυρίας Τζένης και της Σοφίας Βέμπο, στην ταινία «Στουρνάρα 288».
Με την κήρυξη του πολέμου τραγουδάει σατυρικά και πολεμικά τραγούδια, «Βάζει ο Ντούτσε την στολή του», «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», « Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός», «Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου», «Της χωρίζει ο πόλεμος», «Η γαλανή της χώρα», «Κοροΐδο Μουσολίνι». Πολεμικά τραγούδια ειπώθηκαν πολλά εκείνη την εποχή, μονάχα η Βέμπο με τα τραγούδια της και την φωνή της θα γίνει η μούσα των στρατιωτών που τους εμψυχώνει και τους ενθαρρύνει, η μάνα και η αδελφή των γυναικών που έχουν μείνει πίσω και τους παρηγορεί, «η τραγουδίστρια της νίκης» που βάζει φτερά σ’ έναν ολόκληρο λαό για να πολεμήσει και να νικήσει τον κατακτητή. Το 1950 θα αποκτήσει την δική της θεατρική στέγη, όνειρο πολλών χρόνων, το θέατρο Βέμπο, όπου θα ξεκινήσει θριαμβευτικά με το έργο των Τραϊφόρου-Γιαννακόπουλου «Βίρα της άγκυρες» με την ίδια να τραγουδάει «Την ταμπακέρα». Αμέτρητες οι επιτυχίες θα ακολουθήσουν: «Να με παίρνανε τα σύννεφα», «Μίλα της και μην της αγαπάς», «Ο άνθρωπός μου», «Χαράμι», «Χαστούκι», «Ομόνοια Πλάς», «Χωριό μου, χωριουδάκι μου», «Αγκαλιά εγώ κι εσύ», «Αθήνα και πάλι Αθήνα», «Εγώ θα σ’ αγαπώ»», «Θα σε ξυπνήσω με φιλιά», «Λόντρα, Παρίσι..»
Τον Οκτώβριο του 1957 και μετά από έναν θυελλώδη δεσμό που ήδη μετρούσε 19 χρόνια θα παντρευτεί με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, δημιουργό στιχουργικά των μεγαλύτερων επιτυχιών της.
Η Σοφία Βέμπο σταματάει της εμφανίσεις της στο θέατρο της αρχές της δεκαετίας του ’70 αποσυρόμενη στο διαμέρισμά της στην οδό Στουρνάρη. Στο διαμέρισμα αυτό καθώς βρίσκεται κοντά στο Πολυτεχνείο, θα βρουν καταφύγιο πάνω από είκοσι παιδιά κατά την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο.
Στις 11 Μαρτίου του 1978 σε ηλικία 68 χρονών θα περάσει στην ιστορία. Μια λαοθάλασσα κόσμου με τα μάτια δακρυσμένα που σιγοτραγουδάει «Παιδιά, της Ελλάδος Παιδιά» θα συνοδεύσει το φέρετρο με την γαλανόλευκη στην τελευταία της κατοικία, που αναγράφει πάνω της στίχους του συντρόφου της Μίμη Τραϊφόρου.
«Σοφία μου αλύγιστη, η δόξα σου είναι τόση,
που δεν μπορεί, δε γίνεται πιο πάνω να ψηλώσει!
Κι η ψυχή σου ανέβηκε, τόσο ψηλά από το σώμα,
που είσαι Σοφία μου ουρανός, δεν είσαι πλέον χώμα.
%5B1%5D.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου